- συμπράξῃς
- συμπράσσωjoinaor subj act 2nd sgσυμπράσσωjoinaor subj act 2nd sgσυμπρά̱ξῃς , συμπράσσωjoinaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συν — σύν ΝΜΑ, και ξὺν και βοιωτ. τ. σούν Α (κύρια μονοσύλλαβη πρόθεση, στη νεοελλ. κυρίως σε λόγια χρήση, η οποία συντάσσεται με δοτική) 1. μαζί, από κοινού (α. «συν γυναιξί και τέκνοις» β. «ἐπαιδεύετο σὺν τῷ ἀδελφῷ», Ξεν.) 2. με τη βοήθεια (α. «συν… … Dictionary of Greek
συνεργητικός — ή, ό / συνεργητικός, ή, όν, ΝΑ [συνεργήτης] αυτός που συνεργεί, που συντελεί σε κάτι νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η συνεργητική (κοινων. φιλοσ.) θεωρία τών φαινομένων συνεργίας ή σύμπραξης τόσο στη φύση, ανόργανη και οργανική, όσο και στην κοινωνία,… … Dictionary of Greek
συνεργισμός — ο, Ν 1. βιολ. α) το φαινόμενο τής σύμπραξης δύο ή περισσότερων μικροοργανισμών που δρουν ταυτόχρονα και τών οποίων η συνδυασμένη δράση προκαλεί μια μεταβολή που ο καθένας μόνος του δεν είναι ικανός να προκαλέσει β) συνδυασμένη δράση δύο ή… … Dictionary of Greek
σφυροδρέπανο — το, Ν επίσημο έμβλημα τής πρώην Σοβιετικής Ένωσης, καθώς και τών κομμουνιστικών και άλλων αριστερών κομμάτων τών περισσότερων χωρών τού κόσμου, το οποίο καθιερώθηκε από το 1923, από την Γ Διεθνή ως σύμβολο τής σύμπραξης τών βιομηχανικών εργατών… … Dictionary of Greek